ὑπατευκώς

ὑπατευκώς
ὑ̱πατευκώς , ὑπατεύω
to be consul
perf part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • υπατεύω — ὑπατεύω ΝΜΑ [ὕπατος (II)] κατέχω το αξίωμα τού υπάτου, ασκώ την υπατική εξουσία μσν. αρχ. 1. ρίχνω υπατεία 2. σηκώνω ή κρεμώ ψηλά κεφάλι αποκομμένο από σώμα αρχ. (το αρσ. τής μτχ. παρακμ.) ὁ ὑπατευκώς αυτός που έχει διατελέσει ύπατος, ο υπατικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”